- εξάρθρωση
- [-ις (-εως)] η1) вывих;
υφίσταμαι εξάρθρωση — получить вывих;
2) расчленение; разборка на части;3) разруха; развал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφίσταμαι εξάρθρωση — получить вывих;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάρθρωση — η 1. η λύση της άρθρωσης, στραμπούλιγμα, εξάρθρωμα, βγάλσιμο. 2. μτφ., αποσύνδεση, παράλυση της συνοχής, ξεχαρβάλωμα: Η εξάρθρωση της οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση … Dictionary of Greek
εξαρθρωτικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην εξάρθρωση, που προκαλεί την εξάρθρωση, που γίνεται με εξάρθρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαρθρωτικός — ή, ό [εξαρθρώνω] αυτός που αναφέρεται στην εξάρθρωση ή τήν προκαλεί ή γίνεται με εξάρθρωση … Dictionary of Greek
παράρθρημα — ατος, τὸ, Α [παραρθρώ] μερική εξάρθρωση, ατελής εξάρθρωση … Dictionary of Greek
παράρθρησις — ήσεως, ἡ, Α [παραρθρώ] 1. εξάρθρωση 2. μερική εξάρθρωση, παράρθρημα* … Dictionary of Greek
σπονδυλεξάρθρωση — η, Ν εξάρθρωση σπονδύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spondylexarthrosis (< σπόνδυλος +εξάρθρωση)] … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του … Dictionary of Greek
έκκλιση — η (AM ἔκκλισις) ηθική εκτροπή, παραστράτημα νεοελλ. απόκλιση («έκκλιση στύλου») αρχ. 1. λοξοδρομία, απόκλιση από τη συνηθισμένη πορεία 2. εξάρθρωση, εκτοπισμός 3. κλίση, τάση, ροπή 4. άρνηση, αποφυγή … Dictionary of Greek
έκπτωμα — ἔκπτωμα, το (Α) 1. εξάρθρωση 2. κατάρρευση αναχώματος … Dictionary of Greek